- ἀσύμμετρον
- ἀσύμμετροςincommensurablemasc/fem acc sgἀσύμμετροςincommensurableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
κεφαλοχορδωτά — Υποφύλο του φύλου των χορδωτών· είναι γνωστά και με την ονομασία λεπτοκάρδιοι. Στα κ. ανήκουν οργανισμοί που μοιάζουν με μικρά ψάρια, οι οποίοι όμως δεν έχουν σκελετό, αλλά χαρακτηρίζονται από την παρουσία μιας ραχιαίας χορδής –τη νωτοχορδή–, που … Dictionary of Greek
προμήκης — όμηκες, ΝΑ νεοελλ. φρ. α) «προμήκης μυελός» τμήμα τού εγκεφαλικού στελέχους που αποτελεί συνέχεια τού άνω άκρου τού νωτιαίου μυελού, περνά από το ινιακό τρήμα και καταλήγει ενούμενο με τη γέφυρα και το οποίο αποτελείται από φαιά ουσία [κυτταρικά… … Dictionary of Greek